- αναχρώννυμι
- ἀναχρώννυμι (AM)μσν.μέσ. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαιαρχ.1. δίνω νέο χρώμα, χρωματίζω2. μεταδίδω οσμή3. μολύνω, μιαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσαναχρώννυμαι — ΜΑ έρχομαι σε στενή επαφή με κάτι («τοῑς αὐτοῑς ἐπιτηδεύμασι καὶ διατριβαῑς περὶ ταύτὰ καὶ σπουδαῑς καὶ διαίταις... παραβάλλων καὶ προσαναχρωννύμενος», Πλούτ.) αρχ. 1. μεταδίδω σε κάποιον κάτι επικοινωνώντας με αυτόν («πλείονα δ ἃ μὴ πλάττοντες… … Dictionary of Greek
συναναχρώννυμι — ΜΑ, και συναναχρώζω Μ 1. μεταδίδω σε κάτι το δικό μου χρώμα ή τη δική μου οσμή («ὁ πέριξ ἀὴρ συναναχρωζόμενος ταῑς ἀπὸ τῶν φυτῶν ἀναφοραῑς», Γεωπ.) 2. παθ. συναναχρώννυμαι α) (για πρόσ.) συγχρωτίζομαι, συναναστρέφομαι β) (για πράγματα)… … Dictionary of Greek